Αυτό που θα ήθελα απόψε, είναι τη ζωή μου πίσω.
Τόσο τη σκόρπισα, τόσο τη χαράμισα, τόσο τη δάνεισα, τόσο την ξερίζωσα.
Απο ποιόν να τη ζητήσω τώρα.
Και τι ωφελεί.
Αυτό που θα ήθελα απόψε, τελικά, είναι ένας ώμος, να γείρω πάνω του και να κλάψω.
Να κλάψω πολύ. Με λυγμούς. Με κραυγές. Να κλάψω για όλα.
Για όσα αγάπησα. Για όσα ονειρεύτηκα. Για όσα ένιωσα. Για όσα περίμενα και δεν ήρθαν.
Για όσα ήρθαν. Για όσα με πρόδωσαν. Για όσα με χαράκωσαν. Για όσα με θανάτωσαν. Για όσα με ανάστησαν.
Να κλάψω πολύ. Με λυγμούς. Με κραυγές. Για όλα.
Να γείρω στον ώμο κάποιου και ν’ακούσω τη φωνή του, να μου πει ψυθιριστά: «Μη κλαίς».
Μόνο αυτό. Τίποτ’ άλλο. Μην κλαίς. Μόνο αυτό.
[…]
Μπορεί να’γειρε η μέρα στη ζωή μου, να σουρούπωσε, αλλά εγω πάντα στολίζω τα όνειρά μου με τα χρώματα του δειλινού.
Μπορεί να’χασα την πανσέληνο, μα πάντα περιμένω το καινούργιο φεγγάρι, για να κάνω μιαν ευχή.
Από την Αλκυόνη Παπαδάκη, «Στο ακρογιάλι της ουτοπίας», εκδόσεις Καλέντης, 2005
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου