Αθάνατη Ελληνίδα μάνα!
Το πρώτο μας παιδικό πάρτυ χωρίς γονείς!
Όταν άνοιξα την τσάντα του γιου μου και έβγαλα την πρόσκληση... δε θα το αρνηθώ... συγκινήθηκα. Ήταν η πρώτη πρόσκληση σε πάρτυ. Μέχρι τώρα οι προσκλήσεις ήταν από στόμα σε στόμα και από δικούς μου γνωστούς. Αυτό ήταν διαφορετικό. Μια συμμαθήτριά του. Που δεν μπορούσα να συνδέσω το όνομα με προσωπάκι. Ήταν πρόσκληση για εκείνον προσωπικά.
Στη συνέχεια διάβασα... και κάπως έφυγε η συγκίνηση και μου κατσικώθηκε μια αδιόρατη ανησυχία. Το πάρτυ θα γινόταν σε ένα εργαστήρι δημιουργικής απασχόλησης χωρίς την παρουσία των γονιών. Ως συνήθως αμφισβήτησα το συναίσθημά μου και έδειξα την πρόσκληση στον άντρα μου. Η αντίδρασή του, ίδια με τη δική μου. Το αρχικό χαρούμενο "έλα ρε!", το διαδέχθηκε ένα προβληματισμένο "θα τον αφήσουμε μόνο του;" Δεν υπήρξε ποτέ ο ενδοιασμός μέσα μου για το αν θα πάει ή όχι. Δε σκοπεύω να κλείσω το παιδί μου σε γυάλα για να το κρατήσω "ασφαλές". Όμως θέλεις λόγω ιδιοσυγκρασίας, θέλεις γιατί μεγάλωσα στην Αθήνα, θέλεις γιατί ο γιος μου έχει το χαρακτήρα που έχει, δε μου ήταν μια εύκολη διαδικασία.
Η μέρα του πάρτυ έφτασε. Ο Αλέξανδρος ενθουσιασμένος, αλλά και διστακτικός, όπως πάντα. Του είχα πει ότι θα τον αφήσω και θα φύγω, αλλά δεν το είχε εμπεδώσει. Θεωρούσε ότι θα ήταν κάτι όπως στους παιδότοπους. Ότι θα ήμουν και δε θα ήμουν εκεί. Όταν φτάσαμε, κλασικά ήταν από τα παιδάκια που ντρέπονταν να μπουν. Δεν ήταν ο μόνος και μάλιστα μπήκε αρκετά γρήγορα στο παιχνίδι. Του είπα ότι θα φύγω για να πιω καφέ και θα γυρίσω να τον πάρω, αλλά δε μου έδωσε το οκ. Στη διαδρομή προς την έξοδο και ενώ αμφιταλλαντευόμουν για το αν έπρεπε, όντως, να φύγω ... τσουπ! Να τος ο κύριος έξω. Πίσω μου. Έξω από το χώρο του εργαστηρίου... χωρίς κανείς να τον σταματήσει.
Α: Πού πάς;
Ε: Δεν είπαμε πάω για καφέ;
Α: Εγώ δεν το είπα, με ρώτησες "εντάξει;" και δεν είπα "ναι".
Ε: Δεν έχει καφέ εδώ και το πάρτυ είναι για εσένα και τους φίλους σου. Θα πάω να πιω ένα καφέ και θα έρθω να σε πάρω.
Πώς να φύγω, όμως τώρα; Κι αν αποφάσιζε να ξαναβγεί να με ψάξει; Μίλησα με τον άντρα μου. Δε μου έλεγε την άποψή του. Τέλος πάντων μετά από μια έντονη εσωτερική πάλη, αποφάσισα ότι δε θα την πάλευα να φύγω. Θα τρελαινόμουν από το άγχος μου. Για καλή μου τύχη, ακριβώς απέναντι από την πόρτα υπήρχε ένα καφέ. Με τραπεζάκι με θέα την είσοδο... Ο κύβος ερρίφθη.
Έκατσα και ήπια το καφεδάκι μου, παίζοντας με το κινητό μου, κρατώντας σημειώσεις για διάφορα και φυλώντας καραούλι. Πέρασα πολύ όμορφα. Μου άρεσε πολύ και το καφέ... Δεν είχα ξαναπάει. Και μου άρεσε και ακόμα περισσότερο ο χρόνος που πέρασα με τον εαυτό μου. Ειδικά, όταν κατάφερα να ξεκολλήσω από τη μόνιμη σκέψη, ότι είμαι μια τρελή ελληνίδα μάνα.
Μισή ώρα πριν το τέλος του πάρτυ ο μπαμπάς της εορτάζουσας ήρθε να με φωνάξει. Ο Αλέξανδρος είχε αποφασίσει ότι αρκετή ώρα ήπια καφέ και ότι αφού η μαμά του "τάδε" έμεινε εκεί, θα μπορούσα κι εγώ. (ο Τάδε δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει τη ντροπή του). Παρ' όλα αυτά ήταν ενθουσιασμένος, αναψοκοκκινισμένος, δήλωσε ότι πέρασε καλά και ότι θα ξαναπήγαινε.
Τέλος καλό όλα καλά!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου